-
1 обеспечение
1. (снабжение) о εφοδιασμός, η παροχή 2. (поддержка,помощь) η υποστήριξη, η ενίσχυση, η επιδότηση 3. (пре-дусмотрение возможности чего-л. или длячего-л.) η εξασφάλιση, η διασφάλιση, η πρόβλεψη 4. (ответственность за реализацию)η εγγύηση, ο έλεγχος 5. (ЭВМ)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обеспечение
-
2 страхование
η ασφάλισ/ηгосударственное - κρατική/δημόσια -имущественное - ακινήτου για ζημιές απόδιάφορες αιτίες (πυρός, θύελλαςοχημάτωνκ λπ.)морское - η ναυτασφάλεια, ηναυτασφάλισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > страхование
-
3 неравенство
неравенство с η ανισότητα* социальное \неравенство η κοινωνική ανισότητα* * *сη ανισότηταсоциа́льное нера́венство — η κοινωνική ανισότητα
-
4 обеспечение
обеспечение с 1) (чём-л.) ο εφοδιασμός 2) (гарантия) η εξασφάλιση, η εγγύηση; социальное \обеспечение η κοινωνική πρόνοια* * *с1) (чём-л.) ο εφοδιασμός2) ( гарантия) η εξασφάλιση, η εγγύησηсоциа́льное обеспе́че́ние — η κοινωνική πρόνοια
-
5 происхождение
происхождение с 1) η καταγωγή, η προέλευση· социальное \происхождение η κοινωνική προέλευση 2) (возникновение) η προέλευση* η αρχή, η εμφάνιση* * *с1) η καταγωγή, η προέλευσηсоциа́льное происхожде́ние — η κοινωνική προέλευση
2) ( возникновение) η προέλευση; η αρχή, η εμφάνιση -
6 равенство
равенство с в рази. знач. η ισότητα; знак \равенствоа мат. το σημείο ισότητας· социальное \равенство η κοινωνική ισότητα* * *с в разн. знач.η ισότηταзнак ра́венства — мат. το σημείο ισότητας
социа́льное ра́венство — η κοινωνική ισότητα
-
7 страхование
страхование с η ασφάλιση, η ασφάλεια; социальное \страхование η κοινωνική ασφάλιση; \страхование жизни (имущества ) η ασφάλεια ζωής (περιουσίας)* * *сη ασφάλιση, η ασφάλειαсоциа́льное страхова́ние — η κοινωνική ασφάλιση
страхова́ние жи́зни (иму́щества) — η ασφάλεια ζωής (περιουσίας)
-
8 положение
положени||ес1. (местоположение) ἡ θέση [-ις], ὁ τόπος·2. (поза) ἡ θέση [-ις], ἡ στάση [-ις], ἡ πόζα·3. (состояние) ἡ κατάσταση [-ις]:международное \положение ἡ διεθνής κατάσταση· чрезвычайное \положение ἡ κατάσταση ἐκτακτου ἀνάγκης· затруднительное \положение ἡ δύσκολη θέση, ἡ ἀμηχανία, безвыходное \положение τό ἀδιέξοδο[ν], скверное \положение ἡ κατάντια, ἡ ἀσχημη κατάσταση· быть на военном \положениеи βρίσκομαι σέ κατάσταση πολέμου· быть на нелегальном \положениеи εἶμαι σέ παρανομία· выходить из \положениея βρίσκω διέξοδον4. (общественное, социальное) ἡ κοινωνική θέση·5. (тезис) ἡ θέση, ἡ θέσις:основные \положениея οἱ θεμελιώδεις θέσεις·6. (закон, устав) ἡ διάταξη [-ις], ὁ κανονισμός, τό καταστατικό·, \положение о выборах ὁ κανονισμός τῶν ἐκλογών ◊ быть в \положениеи (о беременной) разг εἶμαι Εγκυος· на высоте \положениея στό ῦψος τῶν περιστάσεων. -
9 происхождение
происхождениес1. ἡ καταγωγή, τό γένος:кто он по \происхождениею? ποια εἶναι ἡ καταγωγή του;· грек (русский) по \происхождениею ἐλληνικής (ρωσικής) καταγωγής, Ελληνας (Ρώσος) τό γένος· социальное \происхождение ἡ κοινωνική προέλευση·2. (возникновение) ἡ προέλευση, ἡ καταγωγή, ἡ γένεση [-ις]:\происхождение видов биол. ἡ καταγωγή τῶν είδών \происхождение языка ἡ προέλευση τής γλώσσας. -
10 неравенство
-а ουδ.ανισότητα•социальное неравенство κοινωνική ανισότητα.
-
11 положение
-я ουδ.1. θέση•географическое положение η γεωγραφική θέση•
положение луны при затемнении солнца η θέ.ση του φεγγαριού κατά την έκλειψη του ήλιου.
|| διάταξη•положение пальцев при игре в гитаре η θέση των δάχτυ,λων στο παίξιμο της κιθάρας.
|| στάση•заснул он в сидячем -и αποκοιμήθηκε καθιστός•
положение корпуса при метании копья η στάση του σώματος κατά τη ρίψη του ακοντίου.
|| κατάταξη•его социальное положение неплохое η κοινωνική του θέση δεν είναι και άσχημη.
|| πόζα.2. κατάσταση• περίσταση•положение дел η κατάσταση πραγμάτων•
находиться в затруднительном -и βρίσκομαι σε δυσχερή θέση•
перейти на нелегальное положение περνώ σε κατάσταση παρανομίας•
безнаджное положение больного απελπιστική κατάσταση του άρρωστου•
сложное положение вещей περίπλοκη κατάσταση πραγμάτων•
се-миное положение οικογενειακή κατάσταση•
международное положение η διεθνής κατάσταση•
осадное положение η κατάσταση πολιορκίας•
чрезвычайное положение в стране έκτακτη κατάσταση στη χώρα•
безвыходное, положение το αδιέξοδο.
3. κανονισμός• κώδικας•положение о выборах ο κώδικας εκλογών.
4. άποψη αποκρυσταλλωμένη, απαρέγκλιτη•-я диалектического материализма θέσεις του διαλεκτικού υλισμού.
εκφρ.хозяин ή господин -я – κυρίαρχος•в интересном -и – σε ενδιαφέρουσα κατάσταση (για έγκυα). -
12 соцстрах
-а α.(социальное страхование); κοινωνική ασφάλιση. -
13 страхование
-я ουδ.ασφάλιση, -λεια•имущества от огня ασφάλεια της περιουσίας από πυρκαγιά (πυρασφάλεια)•
страхование жизни ασφάλεια ζωής•
взаимное страхование αλληλασφάλεια•
государственное страхование κρατική ασφάλεια•
социальное страхование κοινωνική ασφάλιση.